- ἄθεστος
- ἄθεστος, ον, ([etym.] θέσσασθαι)A not to be entreated, inexorable, of the Erinyes, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άθεστος — ἄθεστος, ον (Α) αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»] … Dictionary of Greek
ἄθεστος — not to be entreated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεστος — πανάθεστος, ον (Α) εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»] … Dictionary of Greek